ακρόβαθρο(ν)

ακρόβαθρο(ν)
το (береговой) устой (моста)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακρόβαθρο(ν)" в других словарях:

  • ακρόβαθρο — Το τμήμα εκείνο του αντιτειχίσματος που δέχεται όλες τις καταπονήσεις εξαιτίας του φορτίου τόξου, στέγης ή θόλου. Δεν χρησιμοποιείται πλέον στις οικοδομικές κατασκευές, ενώ εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στη γεφυροποιία. Τα α. αποτελούν, μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • ακρόβαθρο — το το ακρινό υποστήριγμα γέφυρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκίδα — Πόλη (51.646 κάτ.) της Εύβοιας, πρωτεύουσα του νομού. Είναι χτισμένη στη δυτική ακτή του νησιού και στο πλησιέστερο σημείο της (περίπου 40 μ.) προς την ακτή της Βοιωτίας (όπου άλλωστε έχει απλωθεί η X. και όπου υπάρχει και ο σιδηροδρομικός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»